- ἀπήγαγεν
- ἀπάγωlead awayaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отънести — ОТЪНЕС|ТИ (3*), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Унести: и вземше ѡдна потирь. ли по(п). или дь˫аконъ. и ѿнесеть в малыи ѡлтарь. КН 1285–1291, 508а; аще же ѿнесе и положи иде же ѡбычаи имать. и по томь аще и ѧтъ бѹдетъ с таковымь нѣ(с) ˫авленыи тать. (ἀπήγαγεν) КР… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek